περισπωμένου

περισπωμένου
περισπάω
draw off from around
pres part mp masc/neut gen sg
περισπάω
draw off from around
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκποδών — ἐκποδών (AM) επίρρ. 1. έξω από τα πόδια τών άλλων, μακριά απο τους άλλους («ἐκποδὼν διατρίβω, ἵσταμαι κ.λπ.») 2. έξω απ τα πόδια κάποιου, μακριά από κάποιον, χωρίς να ενοχλείται κάποιος («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῡδ ἔχων… …   Dictionary of Greek

  • παράκλασις — άσεως, ή, Μ [παρακλώμαι] το γύρισμα προς τα κάτω, κάμψη, κατάκαμψη («τῆς βαρείας εἰς παράκλασιν περισπωμένου τόνου», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”